Πηγαινε τοιχο τοιχο και κρυφοκοιταζε απ το παραθυρο. Να χτυπησει τη πορτα να μπει ουτε λογος. Ντρεποταν να πει το οτιδηποτε.
Εβαζε στις τσεπες του παστες και μελομακαρονα (αμα ητανε χριστουγεννα, οπως τωρα καλη ωρα), εβρισκε μια θεση βολικη και καθοταν εκει ωρες και κοιταζε. Που και που βουταγε το δαχτυλο μεσα στη τσεπη του το εβαζε στο στομα και το εγλυφε με βουλιμια.
Ετσι περναγε τις γιορτες καθε χρονο και τοσο το ειχε συνηθισει που του ηταν αδυνατο να δεχτει καμια προσκληση απο κανεναν και μια φορα που δεχτηκε δηλαδη, δεν μπορεσε να χτυπησει το κουδουνι παρα καθισε απ εξω ησυχα, ακουμποντας το αυτι του στη πορτα και γλυφοντας απο το δαχτυλο του μια φρεσκοτατη μπλακ φορεστ που ειχε αγορασει για την περισταση και που χρειαστηκε να χρησιμοποιησει μεχρι και τις τσεπες του παλτου του γιατι ηταν και τρια κιλα τουρτα πλακα πλακα.
1 comment:
Μοναξιά! Και γω πάντα στις μοναξιές μου το έριχνα στα γλυκά, έστω και χωρίς να τα βάζω στις τσέπες μου... Δεν προλάβαιναν να μπουν...
Post a Comment